-
1 θύω
Aθῦον Od.15.222
, [dialect] Ion.θύεσκον Hippon. 37
: [tense] fut. θύσω [ῡ] E.El. 1141, Pl.Lg. 909d, Henioch.5.10, [dialect] Dor.θυσῶ Theoc. 2.33
; [ per.] 3pl.θυσέοντι IG12(3).452
([place name] Thera): [tense] aor.ἔθῡσα Od.9.231
, etc., [dialect] Ep.θῦσα 14.446
: [tense] pf. , Pl.R. 328c:—[voice] Med., [tense] fut. (as [voice] Pass., Hdt.7.197): [tense] aor.ἐθυσάμην Th.4.92
, ([etym.] ἐκ-) Hdt.6.91, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.τῠθήσομαι D.S.16.91
, Luc. DDeor.4.2: [tense] aor. ἐτύθην [ῠ] Hdt.1.216, A.Ch. 242, Philem.155.2 (part. written , cf.τὴν βοῦν τὴν θυθεῖσαν IG12(7).241
(Amorgos, iii B.C.), etc.): [tense] pf. (lyr.), Ar.Av. 1034, X. HG3.5.5 (in med. sense, 5.1.18, An.7.8.21): [tense] plpf.ἐτέθῠτο Id.HG3.1.23
. [[pron. full] ῡ in [tense] fut. and [tense] aor., [pron. full] ῠ in [tense] pf. [voice] Act. and [voice] Pass., and [tense] aor. [voice] Pass.; [pron. full] ῡ generally in [tense] pres. and [tense] impf., exc. in trisyll. cases of part., θῠοντα Od.15.260,θύ?θύωXοντες h.Ap. 491
, butθύ?θύωXεσκε Hippon. 37
; ἔθύ?θύωXε, θύ?θύωXων, Pi. O.10(11).57,13.69; θύ?θύωXειν, at the end of a line, E.El. 1141 (s.v. l., fort. θύη), Cyc. 334, Ar.Ach. 792 (spoken by a Megarian); θύ?θύωXεις, θύ?θύωXω, Strato Com.1.19, 20; θύ?θύωXωντι [ per.] 3pl. [tense] pres. subj., Theoc.4.21.]I [voice] Act., offer by burning meat or drink to the gods (τὸ θύειν δωρεῖσθαί ἐστι τοῖς θεοῖς Pl.Euthphr. 14c
),θεοῖσι δὲ θῦσαι ἀνώγει Πάτροκλον.., ὁ δ' ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς Il.9.219
, cf. Aristarch. ap. Sch.adloc., Com.Adesp.7D. (ap. Phryn.PSp.74 B.); ἦ ῥα καὶ ἄρ γματα θῦσε θεοῖς, of a drink-offering, Od.14.446, cf. 15.260; so ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν (sc. τῶν τυρῶν) made an offering of cheese, 9.231;θ. ἀκρόθινα Pi.O.10(11).57
; πέλανον, δεῖπνα, A.Pers. 204, Eu. 109; πυρούς, ναστούς, Ar.Av. 565, 567: c. dat. rei, θ. τούτῳ ὅ τι ἔχοι ἕκαστος (with v.l. τοῦτο) Hdt.1.50.2 sacrifice, slay a victim, [ τῷ ἡλίῳ] θ. ἵππους (v.l. ἵπποισι) ib. 216;ταῦρον Pi.O.13.69
;αὑτοῦ παῖδα A.Ag. 1417
, cf. S.El. 532, etc.;ἱρά Hdt.1.59
;ἱερεῖα Th.1.126
, etc.; θ. θῦμα, θυσίαν, Pl.Plt. 290e, R. 362c, etc.; θ. διαβατήρια, ἐπινίκια, etc., Plu.Luc.24, Pl.Smp. 173a, etc.:—[voice] Pass., τὰ τεθυμένα the flesh of the victim, X.HG4.3.14, etc.; τὰ τεθ. ἱερά ib.3.5.5;τὰ θυόμενα Id.Lac.15.3
.3 abs., offer sacrifice, Hdt.1.31.al., A.Ag. 594, Fr.161.2, S.OC 1159; τοῖσι θεοῖσι θ. Pherecr. 23, cf. Hdt.4.60, 8.138;θεῶν ἕνεκα Men.129.1
.4 celebrate with offerings or sacrifices, σῶστρα θ. Hdt.1.118;γενέθλια Pl.Alc.1.121c
;Λύκαια, Ἡράκλεια X.An.1.2.10
, D.19.86;ἐλευθέρια Henioch.5.10
;γάμους Plu.Pomp.55
.6 Ἑστίᾳ θύειν, prov. of niggards, because sacrifices to Hestia admitted no one to share the offering, Theopomp.Com.28.II [voice] Med., cause a victim to be offered,τῶν θυμάτων ὧν δεῖ θύεσθαι καὶ παρίστασθαι IG5(1).1390.65
(Andania, i B.C.), etc.: hence freq. abs., consult the gods, Hdt.7.189, E.Heracl. 340; ἐπὶ Κρότωνα, ἐπὶ τῷ Πέρσῃ, i.e. on marching against.., Hdt.5.44, 9.10, cf. X.An.7.8.21; θύεσθαι ἐπ' ἐξόδῳ ib. 6.4.9; ὑπὲρ τῆς μονῆς ib.5.6.27: c. inf., θ. ἰέναι offer sacrifice [ to learn] whether to go or not, ib.2.2.3; also ἐθυόμην εἰ βέλτιον εἴη ib.6.1.31 (so in [voice] Act., ἔθυε (v.l. ἐθύετο) τῷ Διί.. πότερά οἱ λῷον καὶ ἄμεινον εἴη.. ib.7.6.44); διαβατήρια θύεσθαι, as in [voice] Act., Th.5.54.2 metaph., tear in pieces, of wild beasts, A.Ag. 137 (lyr.). (Hence θυμός, cf. Skt. dhūmás, Lat. fumus 'smoke', θυμιάω, θύος, θυήλημα, τύφω, perh. θεῖον (A), Lat. suffire; cf. sq.)------------------------------------Aἔθῡσα Call.Fr.82
:—rage, seethe,ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο λαίλαπι θύων Od.12.400
; Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων ib. 408, cf. Hes.Op. 621, Th. 874; of a swollen river, ὁ δ' ἐπέσσυτο οἴδματι θύων seething, Il.21.234; ὑψόσε θύων ib. 324; of a wind-swept sea,ὁ δ' ἔστενεν οἴδματι θύων 23.230
, cf. Hes.Th. 109, 131; of the wake of a ship,κῦμα δ' ὄπισθε πορφύρεον μέγα θῦε Od.13.85
; δάπεδον δ' ἅπαν αἵματι θῦεν the ground seethed with blood, 11.420, 22.309; of persons, storm, rage,ἦ γὰρ ὅ γ' ὀλοιῇσι φρεσὶ θύει Il.1.342
;ἔγχεϊ θῦεν 11.180
;κασιγνήτα μένει θύοισα Pi.P.3.33
;θύουσαν Ἅιδου μητέρα A.Ag. 1235
;πυκνὰ δέ οἱ κραδίη ἔντοσθεν ἔθυεν A.R.3.755
(v.l. ἔθυιεν): c.inf., desire eagerly, ἐνισπεῖν ib. 685; of a horse, Call.Fr.82; of a serpent, Nic.Th. 129 (v.l. θυίῃσι). [[pron. full] ῡ always: for θύμενος [ῠ] is f.l. for σύμενος in Pratin.Lyr.1.4.] θυίω (q. v.) should perh. be preferred in later [dialect] Ep., and is cj. in Pi.l.c. (Cf. Lett. dusmas (pl.) 'anger', dusēt 'puff', 'pant', Lat. f[ ucaron]ro (fr. dh[ ucaron]s-), θύελλα, θυίω, θυιάς (orig. madwoman); prob. cogn. with foreg.) -
2 οὐσία
A- ιη Hdt.1.92
, 6.86.ά, SIG167.26 (Mylasa, iv B. C.); [dialect] Dor. [full] ἐσσία, [full] ὠσία (qq. v.): ἡ: ( ὀντ-, part. of εἰμί sum):—that which is one's own, one's substance, property, Hdt. ll.cc., S.Tr. 911 (s. v. l.), E. HF 337, Hel. 1253 (pl., Fr. 354 (s. v. l.)), Ar.Ec. 729, Lys.18.17, Pl.R. 551b, SIGl.c., etc.; opp. τὰ σώματα (civil status), And.1.74;καλῶς.. ἐπεμελήθη τῶν οὐσιῶν ὑπὲρ τοῦ δημάρχου BSA24.154
(Attica, iv B.C.); εἰ ἐκεκτήμην οὐ. if I had been a man of substance, Lys.24.11;ὑπὲρ τὴν οὐ. δαπανᾶν Diph.32.7
;πατρῴαν οὐ. κατεσθίειν Anaxipp.1.32
, cf. Critias 45 D.; φανερὰ οὐσία real property, immovables, And.1.118; opp. ἀφανής, Lys.32.4; freq. of estates in Egypt, PTeb.6.23 (ii B. C., pl.), BGU650.3 (i A. D.), OGI665.30 (i A. D.), etc.II in Philos., like [dialect] Ion. φύσις (with which it is interchanged in various uses, e. g. Philol. 11, Pl.R. 359a, 359b, Arist.PA 646a25, Thphr.HP6.1.1), stable being, immutable reality, opp.γένεσις, ὅτιπερ πρὸς γένεσιν οὐσία, τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια Pl.Ti. 29c
, cf. Sph. 232c;ὧν κίνησις γένεσιν παραλαβοῦσα ἀέναον οὐ. ἐπόρισεν Id.Lg. 966e
;γένεσις μὲν τὸ σπέρμα, οὐ. δὲ τὸ τέλος Arist.PA 641b32
, cf. 640a18, etc.;ὁδὸς εἰς οὐσίαν Id.Metaph. 1003b7
: hence, being in the abstract, opp. non-being ([etym.] τὸ μὴ εἶναι), Pl.Tht. 185c.2 substance, essence, opp. πάθη ('modes'), Id.Euthphr. 11a;πάθη οὐσίας Arist.Metaph. 1003b7
; opp. συμβεβηκότα ('accidents'), Id.APo. 83a24, PA 643a27;ἡ φύσις [τῆς ψυχῆς] καὶ ἡ οὐ., εἶθ' ὅσα συμβέβηκε περὶ αὐτήν Id.de An. 402a8
.3 true nature of that which is a member of a kind, defined asὃ τυγχάνει ἕκαστον ὄν Pl.Phd. 65d
; as τὸ ὅ ἐστι ib. 92d; asτὸ τί ἐστι Arist.APo. 90b30
; τὸ εἶναί τε καὶ τὴν οὐ. Pl.R. 509b; expressed in a formula or definition,ψυχῆς οὐ. τε καὶ λόγον Id.Phdr. 245e
;τὸ τί ἦν εἶναι οὗ ὁ λόγος ὁρισμός, καὶ τοῦτο οὐ. λέγεται Arist.Metaph. 1017b22
; μόνης τῆς οὐ. ἐστὶν ὁ ὁρισμός ib. 1031a1.4 the possession of such a nature, substantiality,ἔτι ἐπέκεινα τῆς οὐ. πρεσβείᾳ.. ὑπερέχοντος Pl.R. 509b
.5 in the concrete, the primary real, the substratum underlying all change and process in nature, applied by Arist. to the atoms of Democritus, Fr. 208; toτὰ ἁπλᾶ σώματα Id.Cael. 298a29
, cf. Metaph. 1017b10;πᾶσαι αἱ φυσικαὶ οὐ. ἢ σώματα ἢ μετὰ σωμάτων γίγνονται Id.Cael. 298b3
, al.;ταὐτὸν σῶμα καὶ οὐσίαν ὁριζόμενοι Pl. Sph. 246a
; but also, νοητὰ ἄττα καὶ ἀσώματα εἴδη.. τὴν ἀληθινὴν οὐ. ib.b.6 in Logic, substance as the leading category, Arist. Cat. 1b26, Metaph. 1045b29; αἱ πρῶται οὐ. (individuals), αἱ δεύτεραι οὐ. (species and genera), Id.Cat. 2b5, 2a15 (butὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ ἵππος.. οὐκ ἔστιν οὐ. ἀλλὰ σύνολόν τι Id.Metaph. 1035b29
, cf. σύνθετος or συνθέτη οὐ. ib. 1043a30, de An. 412a16);ἡ μὲν ψυχὴ οὐ. ἡ πρώτη, τὸ δὲ σῶμα ὕλη Id.Metaph. 1037a5
;ἡ ψυχὴ οὐ. ὡς εἶδος Id.de An. 412a19
; ἡ οὐ. ἐντελέχεια ib.21; [ψυχὴ] οὐ. τοῦ ἐμψύχου Id.Metaph. 1035b15
; of the abstract objects of mathematics,μονὰς οὐ. ἄθετος, στιγμὴ δὲ οὐ. θετός Id.APo. 87a36
.7 after Pl. and Arist. in various uses, as ἡ ἄποιος οὐ., = ἡ ὕλη, Zeno Stoic.1.24; κατὰ οὐσίαν, opp. κατὰ δύναμιν ἢ ἐνέργειαν, Polystr.p.12 W.; πᾶς νοῦς ἀμέριστός ἐστιν οὐ. Procl.Inst. 171, cf. Plot.2.4.5, 2.6.1, 4.7.8, 6.1.2, al.8 Pythag. name for I, Theol.Ar.6.III name of a plaster, Aët.15.15,45.IV αἱ οὐ. fireresisting substances, Zos.Alch.p.168 B.; of the four σώματα (copper, tin, lead, iron), Ps.-Democr. ap. eund.p.167 B.V in Magic, a material thing by which a connexion is established between the person to be acted upon and the supernatural agent, e.g. a hair,λαβὼν βελόνην διείρων τὴν οὐ. εἰς αὐτήν PMag.Par.1.2949
, cf. PMag.Osl. 1.73; mould from a tomb, PMag.Par.1.435; κυνοκεφάλου οὐ.,.. κυνὸς οὐ., = κόπρος (cf. 2460), ib.2687, etc.
См. также в других словарях:
Μεγάλου Σπηλαίου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Αχαΐας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται κοντά στα Καλάβρυτα, στη δυτική γυμνή και κατακόρυφη πλαγιά του Χελμού και εξαρτάται από τη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Το μοναστήρι, το οποίο είναι… … Dictionary of Greek
Δαπόντες, Καισάριος — (Σκόπελος 1714 – Άγιον Όρος 1784). Ποιητής, χρονογράφος και μοναχός. Σπούδασε πρώτα στο σχολείο του πατέρα του στη Σκόπελο και συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι. Κατόπιν, υπηρέτησε ως γραμματικός του Κωνσταντίνου… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Φώτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μέγας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. 2. Καταγόταν από τη Νικομήδεια. Μαρτύρησε δια της πυράς επί Διοκλητιανού (284 305), μαζί με τον ανιψιό του Ανίκητο. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Αυγούστου. 3.… … Dictionary of Greek
ДИОНИСИЯ ПРЕПОДОБНОГО МОНАСТЫРЬ — Мон рь прп. Дионисия на Афоне Мон рь прп. Дионисия на Афоне [Дионисиат; греч. ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Διονυσίου], в честь Рождества св. Иоанна Предтечи и Крестителя Господня, общежительный, мужской. Расположен на крутой прибрежной скале юго зап.… … Православная энциклопедия